- γηφάγος
- γη-φάγος [ᾰ], ον,A = γαιηφάγος, herbeating, i.e. poor, Call.Fr.58.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γηφάγος — γηφάγος, ον (Α) αυτός που τρέφεται μόνο με χόρτα από τη γη, ο άπορος (Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < γη + φάγος < (θ.) φαγ , έφαγον (αορ. β τού εσθίω)] … Dictionary of Greek
γηφάγον — γηφάγος herbeating masc/fem acc sg γηφάγος herbeating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηφάγοι — γηφάγος herbeating masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γηφαγώ — γηφαγῶ ( έω) (Α) [γηφάγος] τρώγω χώμα … Dictionary of Greek